- κοτσάμπασης
- οβλ. κοτζάμπασης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
Λιδωρίκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Λιδορίκι της Φωκίδας. 1. Αθανάσιος (1788 – ;). Ήταν ανιψιός του Αναγνώστη (βλ. 2.). Στάλθηκε ως όμηρος στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μαζί με τα εξαδέλφια του. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και την… … Dictionary of Greek